Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Γλείφοντας τις παλάμες μας - [ART-5]


1. Μακρύ τουρκικό εμβατήριο
( Λιγότερο ρομαντικό, απ’ το Turkish marsh - Mozart, janissary band sound imitation )


Αφήστε τα κούφια λόγια, ό,τι κι αν λέτε εμείς θα προχωρήσουμε και σεις θα γλείφετε τις παλάμες σας, δήλωσε ο Ερντογάν μετά την εισβολή και τη συνεχιζόμενη γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ, χλευάζοντας το «Κοινό Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου» κι εντείνοντας παράλληλα τις αεροπορικές εισβολές στο Αιγαίο. Πρόκειται για τουρκική παροιμία, εξήγησε τουρκομαθής και τουρκοπαθής δημοσιογράφος. Το τι σημαίνει η παροιμία είναι ευνόητο ακόμα και για ανόητους…Ακόμα και για τους φιλελέ προοδευτικούς που εκπλήσσονται όταν ο Ερντογάν σνομπάρει και ειρωνεύεται τα γιαλατζί ευρωμαλώματα…

Η κατάσταση με την Τουρκία είναι δύσκολη. Πέρα απ’ τα κυβερνητικά ΚΥΣΕΑ-σόου, τους καθησυχασμούς, τις επικλήσεις του διεθνούς δικαίου κτλ. κανείς δεν είναι ανύποπτος έστω κι αν αγνοεί ή θέλει να αγνοεί το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Που ξεπερνά κατά πολύ τις πανταχόθεν αναμασούμενες ανοησίες για κάποιο «ατύχημα». Και που δεν περιορίζεται χρονικά στο άμεσο επόμενο διάστημα.

Η δυσκολία αυτή ωστόσο διευκολύνει σε κάτι.  Στο να δούμε το ζήτημα πέρα από στρουθοκαμηλισμούς, εύκολα συνθήματα και διχαστικές διαφυγές, καθώς συνηθίζουμε και καθώς βολεύει τους κήρυκες και διαχειριστές του δικαιώματός μας στην παρακμή. Το μακεδονικό, με μια απ’ τις χειρότερες καταλήξεις του στα χέρια «έτοιμων από καιρό», δεν προσφερόταν για ανάλογη συνειδητοποίηση μιας και δε μας είχε αρκετά - πέρα από λόγια και συνθήματα - με την πλάτη στον τοίχο όπως το ελληνοτουρκικό. Αντίθετα προσφερόταν για φασιστολογίες, προδοτολογίες και νατολογίες κατά τις πέριξ κάπηλες και διχαστικές ιδεοπραξίες και τυφλωτικές ιδεοληψίες.

Εχουμε αναφερθεί αλλού στη γενικότερη πολιτική της Τουρκίας (βλ. & το δημοσιευμένο εδώ [ART-3] «Πρόλογος…(2017)», κεφ. 3 ) και στην ουσία της παγκόσμιας συγκυρίας, ώστε δεν θα επαναλάβουμε τα σχετικά. Θα περιοριστούμε στο ερώτημα. Τι θέλει η Τουρκία από μας ;
Η απάντηση είναι απλή. Θέλει το μισό Αιγαίο, καμμιά εικοσαριά νησιά ως τα νότια της Κρήτης και πλήθος βραχονήσια, τη μισή Κύπρο, τη Θράκη, την ΑΟΖ απ’ το Καστελόριζο ως την Αίγυπτο και το Λυβικό, τη μερίδα του λέοντος στα πετρελαϊκά απ’ την Κύπρο ως τά όρια της Αιγύπτου και Λιβύης καθώς και τον έλεγχο των αγωγών προς την ευρώπη, κι ακόμα μια σχέση μεταξύ μας του τύπου «εγώ μιλάω και συ συμμορφώνεσαι». Κι όλα αυτά ενταγμένα σ’ ένα διακηρυγμένο ευρύτερο «στρατηγικό βάθος» κατά τις παγκόσμιες εξελίξεις όπου οι φελελέ δικαιούχοι δεν έχουν ούτε επίγνωση ούτε κανένα απολύτως μέλλον. Οσο κι αν κλείνουν τ’ αυτιά τους στην τουρκική επωδό, ότι «όλοι πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα μιας μεγάλης Τουρκίας». Οποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.  Πηγαίνει απλώς του χαμού.
Κι εν τω μεταξύ πηγαίνει με όλους αυτούς που λένε ότι ο Ερντογάν είναι τρελλός και η τρέλλα θα περάσει, ότι λεονταρίζει για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, ότι όλα αυτά είναι αντίβαρο στην ήττα του στις δημοτικές της Πόλης, ότι η ήττα αυτή σημαίνει το τέλος του και μαζί του μεγαλοτουρκισμού, ότι η τουρκική τουριστική πολιτική δεν επιτρέπει πραγματικές συγκρούσεις, ότι η ένταση στη σχέση του με τις ΗΠΑ θα τον αναγκάσει σε αναδίπλωση, ότι η επιθετικότητά του είναι ένδειξη αδυναμίας, ότι ο στρατός του είναι αποστελεχωμένος μετά το πραξικόπημα, ότι ο Ερντογάν θα αποφύγει στρατιωτικές επιχειρήσεις για το φόβο της στρατιωτικής του ανατροπής, ότι η τουρκική λίρα … Το μυαλό τους και μια λίρα. Τούρκικη.

Το επόμενο κι εύλογο ερώτημα είναι : Μπορεί η Τουρκία να τα πετύχει όλα αυτά ;  Η απάντηση εδώ δεν είναι απλή. Οπωσδήποτε όμως δεν περιλαμβάνει τη «δικαιωματική» γνώμη όσων θεωρούν ότι τα σύνορα διαμορφώθηκαν τελεσίδικα στα βιβλία του δημοτικού (και δη του ρεπούσιου) κι ότι εφεξής η ιστορία γράφεται στον καμβά των «ατομικών δικαιωμάτων» που έχουν για σημαία τους.
Χωρίς μεγάλες αναλύσεις, θα πούμε ότι ο μεγαλοτουρκισμός, αν κι έχει ισχυρούς γεωπολιτικούς αντιπάλους, διαμορφώνει σημαντικά στρατηγικά περιθώρια. Η ανιούσα εσωτερική τουρκική κοινωνική δυναμική, η συγκλίνουσα στα μεγαλοτουρκικά διακομματική της πολιτική και βέβαια η αυξανόμενη στρατιωτική της ισχύς αποτελούν βασικό παράγοντα. Βασικό παράγοντα επίσης αποτελεί  η παγκόσμια  αναδιαπραγμάτευση οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των μεγάλων γεωπολιτικών πόλων, μια εξέλιξη που τείνει να προσλάβει τραγικές διαστάσεις και μορφές. ( Εκφράζοντας με συστημικούς όρους το βαθύτερο πρόβλημα της ανάγκης και δυνατότητας ιστορικών εξελίξεων και διευθετήσεων στο σύγχρονο κόσμο, πέρα απ’ τα καθεστωτικά και τα αριστερά αφηγήματα ). Εδώ διαμορφώνεται το ασταθές τοπίο μέσα στο οποίο η τουρκική παρουσία και πολιτική έχει ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους αναβάθμισης και προώθησης, ανεξάρτητα από επί μέρους τριβές. Και τέλος, η ευρώπη των μέτριων στρατιωτικών δυνατοτήτων και των μεγάλων μεν πλην ναρκωμένων πολιτικών δυνατοτήτων εν μέσω έντονων στοιχείων διχασμού και μεταμοντέρνας παρακμής, σε συνδυασμό με την μεταναστευτική και πολιτισμική πίεση του ισλαμικού κόσμου, προσφέρουν στην Τουρκία δυνατότητες κι ευκαιρίες που για πρώτη φορά ανακτά μετά από πολλούς αιώνες. 

Φυσικά και παρ’ όλα αυτά, η τουρκική πολιτική αποφεύγει μια ολομέτωπη κι άμεση σύγκρουση με τη δύση στην οποία δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Κατανοεί όμως το παρόν και το  μέλλον της, διαχρονικά κι απ’ την εποχή του προγονικού Αττίλα, τοποθετημένο πάνω στη δυναμική των σχέσεών της με τη δύση. Το κατανοεί ως διαλεκτική της αλταϊκής ζωτικής ορμής με τον δυτικό υψηλής στάθμης υλικοτεχνικό πολιτισμό, που όμως η ίδια η άνοδός του εκφυλίζει τους φορείς του κι αδικεί τους «άξιους να ζήσουν» - έχει τόσα επιχειρήματα γι αυτό, σταυροφορίες, ιεροεξαταστές, βυζαντινή κατάρρευση κι εκπόρθηση, ιμπεριαλισμός, ναζισμός, μεταμοντέρνα διάλυση…Ναι, έναν πολιτισμό σε παρακμιακή πορεία αλλά και με πολύτιμα στοιχεία, που όμως είναι δίκαιο να περάσουν στα χέρια αυτών των άξιων κι αδικημένων γυιών του προφήτη, των «κληρονόμων της γής», των μόνων ικανών άλλωστε να τα σώσουν. Ικανών για κορυφαία συνείδηση κι αυτοσυνείδηση όπως την προσφέρει η εθνικοθρησκευτική τουρκοϊσλαμική όσμωση και σύμπηξη. Ικανών για την αναγκαία ισορροπία πνευματικότητας και κοσμικότητας όπως τη διαμορφώνει επί αιώνες ο τουρκοϊσλαμικός σουνιτισμός. Ικανών να εξασφαλίσουν την συνύπαρξη πιστών και γκιαούρηδων, στην αναγκαία σχέση πιστού και ραγιά, στην αναγκαία επικράτεια του οθωμανικού δικαίου, στην αναγκαία επέκτασή της με πόλεμο θέσεων κι ελιγμών, με κοφτερή σπάθη και υψηλή διπλωματία στενά δεμένα μεταξύ τους. Ικανών, σαν τον Κεμάλ, να παρακάμψουν για λίγο αν χρειαστεί το ισλαμικό τους στοιχείο για να σταθεροποιήσουν το εθνικό-εδαφικό τους ορμητήριο (την κατακτημένη μικρασία) και να προσλάβουν τα απαραίτητα δυτικά συμπληρώματα της ιστορικής τους πορείας. Ικανών, σαν τον Ερντογάν, να συγκρουσθούν με την κεμαλική «παρέκκλιση» για να αξιοποιήσουν-μεταβολίσουν όσα αυτή προσέφερε και να  ξαναβρούν ενισχυμένοι το δρόμο του «πεπρωμένου» τους. Αυτόν που πάντοτε και για όλους, (λύκους, κεμαλιστές κι ερντογανικούς…) βρίσκεται στη δυναμική διαλεκτική τους με τη δύση, στην πορεία της τουρκοϊσλαμικής ζωτικής ορμής προς τη δύση. Την πορεία όχι του τουρκικού εξευρωπαϊσμού, που αποτελεί δευτερεύουσα και στηρικτική διάστασή της, αλλά του ευρωπαϊκού εκτουρκισμού. Πολύμοφου, μεθοδικού, με σπαθί και διπλωματία, καβάλα σ’ όσα επιφυλλάσει η ιστορική-μεταβατική εποχή μας διεθνώς… Απόδειξη, για όλα αυτά αποτελεί το ότι φαντάζουν υπερβολικά στους αναλυτές των καφενείων (περιλαμβανομένων κι αυτών της  Πειραιώς, Κουμουνδούρου, Τρικούπη, Περισσού κτλ) κι ότι οι διεθνολόγοι του «ατυχήματος» και οι αναλυτές με το μυωπικό φιλελέ γυαλί των «ατομικών δικαιωμάτων» δεν έχουν πάρει χαμπάρι (χαμπάρι = τούρκικη λέξη = είδηση = συνείδηση …).

Φυσικά, η Τουρκία δεν θέτει με απόλυτη σαφήνεια και πρακτική αμεσότητα το σύνολο των ευρύτερων στόχων και διεκδικήσεών της, παρ’ ότι το από ετών δημοσιευμένο πόνημα «το στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου (2010) επικαιροποιεί τον ιστορικό μεγαλοτουρκισμό και θεωρητικοποιεί αυτόν της σημερινής καθημερινής ρητορίας και πρακτικής. Όχι, η τουρκική πολιτική δεν τρέχει ασυλλόγιστα προς τα «σύνορα της καρδιάς της». Αντίθετα ξεδιπλώνεται προσεκτικά ιεραρχώντας τους στόχους της, κοινωνικοποιώντας τους στο εσωτερικό της στο πλαίσιο ενός μεθοδικού και πολύπλευρου μεγαλοτουρκικού αφηγήματος κι επιδιώκοντας να κατοχυρώνει τμηματικά στρατηγικής σημασίας γεωπολιτικές κατακτήσεις σε κάθε ευκαιρία που προσφέρει η παρακμή των δικαιούχων. Παρά τις δυσκολίες εδώ, είναι ολοφάνερο πως αυτό το επιτυγχάνει σε εντυπωσιακό βαθμό.  
Δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτό προδικάζει το θρίαμβο του μεγαλοτουρκισμού επί της δύσης, όπως δεν σημαίνει πως μια τέτοια πρόβλεψη την απασχολεί. Σημαίνει όμως ότι οι αδύναμοι ευρωπαϊκοί κρίκοι, κρίσιμης στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία, βρίσκονται στο στόχαστρό της και σε άμεσο κίνδυνο. Πολύ περισσότερο, όταν ακριβώς μπορούν να αποτελέσουν, έστω και τμηματικά, τις «παραχωρήσεις» της δύσης στην Τουρκία, με αντάλλαγμα ορισμένη «συμμόρφωσή της» στον ευρύτερο γεωπολιτικό πόλεμο.
Είναι φανερό για ποιόν χτυπάει η καμπάνα. Καθώς κι ότι η Τουρκία ΔΕΝ θα εγκαταλείψει τη στρατηγική της αυτή αρκούμενη σε κάποια παραχώρηση κατευνασμού. Καθώς κι ότι η στρατηγική αυτή ΔΕΝ αφορά έναν συγκυριακό νεοοθωμανισμό. Ο Ερντογάν απλώς κατάφερε να επιταχύνει, από κάποιες απόψεις να ολοκληρώσει, και σ’ ένα βαθμό να υπερκεράσει τον Κεμαλισμό, μέσα απ’ το δικό του ιδεολογοπολιτικό, αναπτυξιακό και εξοπλιστικό μίγμα. Κατά τα άλλα η τουρκική πολιτική έχει προ-ερντογανικές ρίζες ενώ το χέρι στον ανδριάντα του Κεμάλ δείχνει καθαρά την κατεύθυνση. Την Ελλάδα και τη δύση. Εστω κι αν είναι ο Ερντογάν αυτός που την αναζωογονεί με επιτυχία στους όρους του σημερινού παγκόσμιου πολιτισμικού πολέμου. Η Μικρασία, ο Πόντος, η Πόλη του 55, η Κύπρος το γνωρίζουν καλά. Το γιουνανιστάν έχει πλήθος άλλων δημοκρατικών γνωμών.


2. Καθιστοί ;

Τι θα κάνουμε λοιπόν;  Θα ψάλουμε εν ψευδαγρυπνία τους παραπάνω καθιστικούς ύμνους στα «δικαιώματα»;  Η θα συνειδητοποιήσουμε ως έθνος και κοινωνία την κατάσταση σ’ όλο το βάθος και την έκτασή της;  Που δεν αφορά απλώς την κατανόηση του κινδύνου αλλά ανοίγει όλο το θέμα της παρακμιακής μας πορείας κι ανατακτικής μας δυνατότητας. Τα βαθειά κι ανατάξιμα αίτια της κακοδαιμονίας μας, το βάρος των ιδεοπρακτικών και των ειδικότερων πολιτικών επιλογών μας, την κατανόηση των παγκόσμιων εξελίξεων, τις αντιφάσεις των πλευρών τους και την κατάλληλη ένταξή μας εντός κι απέναντί τους. Την αναγκαία εθνική - κοινωνική στρατηγική μας. Το διαρκές ιστορικό δίδαγμα, δια παθημάτων κυρίως αλλά κι ανορθώσεων, ότι ελευθερία σημαίνει ευθύνη κι όχι «δικαίωμα σε επιλογές» αυτοκατανάλωσης κι αυτοφαγίας. Την απαίτησή μας όλα αυτά, άκοπα, πρόχειρα, ευανάγνωστα, αδιάσκεπτα, να μας σερβιριστούν από κάπου - δηλ. από μετριότητες της πολιτικής και γκλίτερ τηλεπερσόνες - ώστε να «κρίνουμε», επίσης εύκολα, τι βολεύει την αγχωμένη μας ακηδία, ως δημοκρατικό μας δικαίωμα άλλωστε, και να συνεχίσουμε προς το πουθενά. Τη βάσιμη πεποίθησή μας ότι το κολύμπι στα βαθειά της ιδεοπραξίας είναι δύσκολο κι ότι οι τόσοι βραχνοί κοκόροι γύρω μας το κάνουν πιο δύσκολο. Την αβάσιμη «γνώμη» μας πως ό,τι μας ξεπερνά στους δημοκρατικά ισοπεδωμένους ρόλους μας, ό,τι ξεφεύγει απ’ την εύκολη κατανόηση και κρίση μας, είναι άτοπο κι αδύνατο. Την χαοτική και δικαιωματικά αμαθησιακή κριτική ακρισία μας…
Δύσκολα κι ακανόητα πράγματα, που υπογραμμίζουν την ανάγκη κοπιωδών αλυσιδωτών σχέσεων αλληλομαθητείας, μειοψηφικών αναγκαστικά κατ’ αρχήν, και την ανάγκη για βαθειές πολιτικές αλλαγές κοινωνικής ανάταξης και υπευθυνοποίησης.


3. Και τούτο κα ‘κείνο, πλην ού τζάμπα

Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, με την Τουρκία πρέπει να συμβιώσουμε. Το ήξερε ο Βενιζέλος του συμφώνου φιλίας με τον Ινονού, τον διάδοχο του Κεμάλ. Το ζύγισε στη Ζυρίχη ο ΚΚ κι ο Μακάριος. Το τόνιζαν οι μετέπειτα Ελληνες ηγέτες και ιδιαίτερα ο Κ. Μητσοτάκης. Το επιχείρησε η χούντα στην απόπειρα «ομοσπανδίας» με τον Οζάλ. Το παίδεψε ο Μίκης με την «ελληνοτουρκική φιλία». Το επιδίωξε ο ΑΠ του Νταβός και του “mea culpa”.  Το «έσωσε» ανέσωστα ο Σημίτης των Ιμίων παρακαλώντας κι ευχαριστώντας τις ΗΠΑ. Το πάντρεψε κουμπάρος του Ερντογάν ο Κώστας ο σιωπηλός. Το χόρεψε με τον Τζεμ ο ΓΑΠ. Το πάλαιψε θεωρητικά και συμβουλευτικά σε πάσα κατεύθυνση, εδώ κι απέναντι, ο καθηγητής Κιτσίκης. Το αναμάσησαν σε βαλκανοκοινοτική εκδοχή οι αντινεωτεριστές και σε λαϊκοδιεθνιστική ή νεοκοσμοπολίτικη εκδοχή οι αριστεροί. Το κουλάντρισαν σοβαροί στρατηγοί, ακρίτες δήμαρχοι, μπουτάρηδες της τουριστικής λεωφόρου Κεμάλ, καλλιτέχνες κι αθλητές, τηλεσηριαλιστές και survivers. Πολλοί τέλος πάντων σημαντικοί κι ασήμαντοι, σοφοί και καιροσκόποι της «φυγής προς τα μπρος», υπεύθυνοι και κάπηλοι, βαθείς και ιδεοληπτικοί. Με τα γνωστά αποτελέσματα της μετριοκρατικής και διχαστικής μας πολιτείας.
Υπάρχει και η άλλη άποψη. Πως καλός τούρκος είναι ο νεκρός τούρκος. Όπως το εννοούν διάφοροι ανεγκέφαλοι σωβινοφασίστες. ‘Η όπως το εννοούσε ο Πάγκαλος των Ιμίων αλλά και διάφορων αξέχαστων κυνικών ρητών (που ωστόσο σώζουν μέρος της αλήθειας) δηλ. με την έννοια του να μην ξεχνάμε ότι ο τούρκος είναι μπαμπέσης. Η όπως καθόλου αιμοβόρικα πλην σε συνέπεια με την «ψυχρή» στρατηγική του ανάλυση έχει υποστηρίξει ο Π.Κονδύλης, ότι δηλ. καλός για την Ελλάδα θα είναι ο ηττημένος τούρκος και κάποια πιθανότητα γι αυτό θα έχει η Ελλάδα αν επιτεθεί πρώτη και έγκαιρα.

Όπως και να ‘χουν τα πράγματα πρέπει να συμβιώσουμε. Που, άσχετα απ’ τις κοσμοπόλιταν υπεκφυγές, εμπεριέχει ως minimum το να επιβιώσουμε. Τρέχοντας. Χωρίς τις γνωστές εγκληματικές ανοησίες κάθε χρώματος, εθνομηδενιστικού, σωβινοφασιστικού ή αφασιοειδούς.
Τρέχοντας όμως πού; Απλό από μια άποψη όσο και δύσκολο. Και τούτο ποιείν κα’κείνο μη αφιέναι. Χορεύοντας με τους λύκους κι εξημερώνοντας τους λύκους, με τρόπους που δεν φαντάζονται καν τα φιλιλέ καφενεία, πλην μη αφιέναι σε λυκοφιλίες τα πράματα. Μη αφιέναι σύνθετες, μακρόπνοες και κρίσιμες στρατηγικές, εντός κι εκτός των πολλαπλώς απαραίτητων αλεξίλυκων μαντριών σχετικής (ναι, σχετικής) προστασίας, μη αφιέναι την επεξεργασία τους σε καφενεία παντός είδους κι οπωσδήποτε μη αφιέναι το καιρίως κρίσιμο. Την αποτρεπτική ισχύ. Ητις έχει κόψη, πλην έχει και όψη. Ιδεολογοπολιτική και οικονομοαναπτυξιακή, μάλιστα στενά συνδεδεμένες.  Δηλ. απαιτεί κατάλληλους κοινωνικούς προσανατολισμούς και θεσμούς, ουσιαστικά δημοκρατικούς κι αντιμετριοκρατικούς, καθώς κι επιλογές με κόστος. Όχι λογιστικό αλλά ζωντανό, εργασιακό, σχεσιακό κτλ. υπαρξιακό, που ακριβώς γι αυτό συνιστά επένδυση απ-αλλοτρίωσης του χαμένου εαυτού μας. Αφορά δηλ. ουσιαστικές και πολύπλευρες βιοτικές επιλογές και προσανατολισμούς, ιδίως σε μια μικρή χώρα στενών περιθωρίων για πίτα και σκύλο, και ταυτόχρονα μεγάλων προκλήσεων. Οπου και η ιστορική της καταδίκη-χάρισμα, να λύνει δύσκολες εξισώσεις για τον εαυτό της και για τον κόσμο. Επιλογές βιοτικές κι επιλογές ειδικότερες. Πχ. μια ειδική επιλογή για αξιολόγηση και διδακτική ιδεολογοπολιτική ερμηνεία είναι αυτή του συριζαίου υπουργού προ καιρού. Όχι στους εξοπλισμούς, μιζαδόρικους άλλωστε, εμείς είμαστε προοδευτικοί και «θα ρισκάρουμε» να μείνουμε ξεβράκωτοι. (Να δείτε που θα επανεκλεγεί «ταξικά»). Μια άλλη είναι να καταγγέλουμε πιο δυνατά την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ. Μια τρίτη είναι να καταργήσουμε την ιστορία απ’ τα σχολεία γιατί προσβάλλονται οι μετανάστες και οι ποικίλοι δουλέμποροί τους, ή να ισοπεδώσουμε περαιτέρω κάθε αξία, συλλογικότητα, ιεραρχία κτλ. που αποπροσανατολίζει τον αγώνα για ατομικά δικαιώματα. Δικαιώματα στον αυτισμό..
Επιλογές λοιπόν με μακρά και συστηματική καλλιέργεια και πάντα με κόστος. Και με υπ’ όψιν ότι το κόστος του Προμηθέα, δηλ. αυτού που μεριμνά για τα πράγματα πριν το «εγκρίνουν» οι δικαιούχοι εμπειριστές όταν ήδη έχουν βραχεί, είναι ακόμα πιο μεγάλο. Με εναντί του, όχι μόνο τους αποψίες βρεγμένους Επιμυθείς αλλά και τους διάφορους δημαγωγούς και «φωταδιστές» που θα ‘λεγε κι ο Ζουράρις. Παλιότερα. Γιατί τώρα λέει, ας πάνε και τα νησιά, σημασία έχει η γλώσσα. Μωραίνει γαρ ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι.  Και ους βούλονται απωλέσαι εαυτούς και τα τέκνα εαυτών.


4. Οι ζόρικοι λογαριασμοί

Ο Σημίτης έχει πολλά χρεωμένα. Όπως κι άλλοι. Και μαζί κάποια επιτεύγματα. Κυρίως την είσοδο στην ΟΝΕ, απόδειξη οι διαφωνίες των γνωστών αντικαπιταλιστών. ‘Η τη συμβολή του στην είσοδο και της Κύπρου. Δεν κάνω εδώ συμψηφισμούς ούτε καν ισολογισμούς. Απλώς κάνω μια εισαγωγή ανοικτότητας για το ερώτημα : Όταν ο Σημίτης θεωρεί αναγκαίο να τονίσει προσφάτως πως πρέπει να βρούμε λύσεις με την Τουρκία, μάλιστα όχι ευχάριστες, τι πρέπει να σκεφτούμε ;
Ισως ότι η πολιτική ελίτ μας, κατά πολλά δείγματα κι από πολλές πλευρές (πχ. οι προ καιρού κυβερνητικές δηλώσεις «να μην είμαστε μοναχοφάηδες», η win-win φιλολογία μοιρασιάς των ημετέρων κτλ), έχει αποφασίσει εκχωρήσεις και λειαίνει το έδαφος. Ισως ότι οι πολιτικοί, ιδίως οι κορυφαίοι, έχουν το καθήκον να πουν αυτό που κρίνουν αναγκαίο κάθε φορά, έστω και μεθεορτίως και κατά διαστήματα, αντί να μας γλείφουν σ’ ένα νταραβέρι λαϊκισμού κι αδιάκοπης εξαπάτησης. Ισως ότι λάθη στην εκτίμηση των καταστάσεων από μέρους μας θα οδηγήσουν σε εξελίξεις ακόμα λιγότερο ευχάριστες. Ισως ότι ο λογαριασμός κάθε φορά, όσο κι αν τον ξορκίζουμε ζορισμένοι, παραμένει αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων και παραλήψεων. Ισως ότι έπρεπε ο ίδιος (και άλλοι, βέβαια) να μεριμνήσει εγκαίρως και πέραν του «εκσυγχρονισμού» του, ώστε να αποφύγουμε το σημερινό χάλι και τη μεταξύ δυσάρεστων επιλογών παγίδευση. Ισως ότι είχε και μέρος δίκιου, όταν ξέσπασε κάποτε κράζοντας «τι να κάνουμε, αυτή είναι η Ελλάδα !». Ισως, παρ’ ότι το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, ότι έχουμε όλοι (δηλ. ο καθείς) μερίδιο ευθύνης στο πώς καταλήγει να είναι κάθε φορά η Ελλάδα. Ισως ότι δεν είναι ούτε εύκολο ούτε ουσιαστικά αποτελεσματικό, μάλιστα χωριστά για τον καθένα μέσα στα πάμπολλα προβλήματα και τη ζάλη μας καθώς κι ανάμεσα σε δημαγωγούς, να αναλαμβάνουμε έγκαιρα και πρακτικά το μέρος της ευθύνης μας. Ισως ότι εδώ ακριβώς είναι ο κόμπος, ότι χωριστά, προσκοπικά κι εκσυγχρονιστικά, δεν βγαίνει.  Ισως ότι παρ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε κάπως καλύτερα στην ευθύνη μας αυτή αν οι προσανατολισμοί και προτεραιότητες της πολιτικής μας στάσης, τουλάχιστον στα σημαντικά, πχ. στις εκλογές, ήταν ή είναι άλλοι. Ισως ότι όλα αυτά είναι δύσκολα και μπερδεμένα και ότι μόνο ένας πραγματικός ηγέτης μπορεί να λύσει το γόρδιο δεσμό. Ισως ότι το βαθύ μας πρόβλημα είναι ότι παρ’ όλα αυτά, δεν γουστάρουμε ηγεσίες υπόχρεων πολιτών αλλά ηγεσίες δικαιούχων προοδευτικών σαν αυτές που μας περισσεύουν. Ισως λίγο απ’ όλα τα παραπάνω.
Ισως ότι, έτσι κι αλλοιώς, μια τέτοια παρέμβαση του Σημίτη έχει το βάρος της. Για τα άμεσα πρακτέα και για τα γενικότερα ανατακτέα.

Μια ακόμα εισαγωγή σε άλλο ερώτημα. Ασφαλώς, φίλοι και σύμμαχοι μάς έχουν συμπαρασταθεί ή κρεμάσει στο παρελθόν, κατά τη γνώση κι ερμηνεία που έχουμε γι αυτά, δηλ. κατά την παιδεία μας, της οποίας μέτρο θα μπορούσε να είναι πχ. η κατάσταση σε σχολεία και πανεπιστήμια. Κι ακόμα έχουμε και σήμερα κάποια (τηλε)εικόνα της όποιας στήριξης και για όποιους λόγους, προσφέρουν ή προφέρουν μασημένα ή αρνούνται οι φίλοι, εταίροι και σύμμαχοι.  Το ερώτημα : Όταν ο Αποστολάκης, που μάλλον θα συμφωνούμε ότι δεν είναι πολιτευτής της δεκάρας, θεωρεί αναγκαίο να τονίσει ότι σε περίπτωση σύρραξης θα είμαστε μόνοι μας, τι πρέπει να σκεφτούμε ;
Ισως ότι μας καλεί να σταθούμε με σοβαρότητα μπροστά στις δύσκολες καταστάσεις κι αλάργα από θερμοκέφαλες και θερμοκάπηλες σειρήνες. Ισως ότι, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβάνει τον Σημίτη. Ισως ότι τονίζει πως έπρεπε πρίν και πρέπει στο εξής να δίνουμε μεγαλύτερο βάρος σαν κοινωνία και πολιτεία στις ανάγκες της εθνικής άμυνας. Ισως ότι διαβεβαιώνει τις ένοπλες δυνάμεις και το λαό πως κάθε απόφαση θα είναι σοβαρή, μετρημένη και μακρυά από τα συνήθη πολιτικάντικα σόου και σκοπιμότητες. Ισως ότι πρέπει να είμαστε ψυχικά έτοιμοι για μοναχικό και δύσκολο αγώνα. Ισως ότι έπρεπε ήδη και πρέπει ιδιαίτερα τώρα και στο μέλλον να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία για τη μέγιστη δυνατή συμπαράσταση χωρίς σπατάλη εθνικού κεφαλαίου και συμμαχιών σε κάπηλες «εθνικολαϊκές» ρήξεις. Ισως λίγο απ’ όλα αυτά.
Ισως ότι, έτσι κι αλλοιώς, μια τέτοια παρέμβαση του Α/ΓΕΕΘΑ-υπουργού Αμυνας, έχει το βάρος της.  Για τα άμεσα πρακτέα και για τα γενικότερα ανατακτέα.


5. Γενικότερα κι άμεσα

Φυσικά, για τα γενικότερα ανατακτέα και τα σχετικά εφικταναγκαία, η σοβαρή συζήτηση έχει σοβαρές δυσκολίες στο διαρκές εθνικό debate μεταξύ πλήθους κωφών και δικαιούχων. Π.χ. καμμιά 50αριά αποκλίνοντα κόμματα και πολιτικά «προγράμματα», μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων κοινωνικής νοσηρότητας, εξυπηρετούν κι εκφράζουν τη γενικότερη πολιτική και διανοητική διάλυση. Αυτή που χρειάζεται το σύστημα εσωτερικής κατοχής και το χάος που μας ενώνει, αν και παράλληλη επιδίωξή του είναι ο διαρκής χυλός να ανατροφοδοτεί το φιλελέ πρόσημό του περί το δίπολο ΚΔ-ΚΑ. Παρ’ όλα αυτά η σοβαρή συζήτηση, δηλ. όχι η διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δικαιούχους αποψίες, αλλά η παραγωγική (δηλ. κυρίως η ακουσματική) αλληλομαθητεία, παραμένει ως πρόκληση για κάθε πήγμα εντός του χυλού…Ισως όμως δεν αρκούν τα ως τώρα παθήματα…Ισως χρειαστούν κι άλλα δεινά για να βρούμε τον εαυτό μας…Ισως όμως πήζει αργά μια αναγκαία μαγιά. Στοιχήματα…

  Πλαϊ σ’ αυτά, υπάρχουν πάντα τα άμεσα, τα όσα καυτά απαιτούν πρακτικές απαντήσεις τώρα, αύριο, την επόμενη περίοδο.  Απαντήσεις στα όρια που ορίζουν η εθνική μας συνείδηση και τα ως τώρα δικαιωματικά πεπραγμένα μας. Και με επίγνωση ότι η καλλιγραφία απ’ της μυλωνούς τον κόπο είναι περιορισμένη.
Στα όρια αυτά, οι συνταγές είναι γνωστές κι απλές. Ξεκινούν από 3 συναπαραίτητα  πράγματα, τη στρατιωτική ενίσχυση κι επαγρύπνηση, τη διπλωματική κινητοποίηση και την πολιτική συνενόηση. Συνενόηση πειστική, συνεύθυνη και πολιτικά απολογιζόμενη. Κι ακολουθούν αποφάσεις βάσει σχεδίων κι ανάλογα με τις εξελίξεις.
Οποιες αποφάσεις. Κι όταν χρειαστεί, κάνεις αυτό που έχεις να κάνεις. Υπό σκιά.
   Το αν και πότε χρειάζεται, το κρίνει η κοινωνικοπολιτική ηγεσία και ο λαός. Σε διαφορετικούς ρόλους και σε ειδική κι αναβαθμισένη σχέση «ομοψυχίας» όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε βάθος.  
   Ο λαός, έχοντας και τα κατάλληλα μηνύματα (πχ. Ερντογάν, Σημίτη, Αποστολάκη κτλ.) διαμηνύει ποικίλως (κι έχει χίλιους τρόπους) και συννόως (δηλ. εκτός κάπηλων πρακτικών, αναγνωρίσιμων απ’ τα διχαστικά κι ασύντακτα στοιχεία τους) την κατεύθυνση και τα περίπου όρια των κόκκινων γραμμών, καθώς και την απαίτηση για εθνική ενότητα και συνεργασία στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας. Περαιτέρω εκχωρεί πλήρως στην (συνολική) πολιτική ηγεσία και τους ειδικούς της επιτελείς, τις ειδικότερες εκτιμήσεις,  αποφάσεις και χειρισμούς, όχι απλώς κατά το γράμμα των τύπων αλλά κατά το αναγκαίο πνεύμα των περιστάσεων. Οι γνώμες και συνεισφορές, απ’ όσους έχουν να πουν κάτι ειδικότερο, είναι καλές και χρήσιμες μόνον στην κατάλληλη εκφορά και σε συσκευασία υποχρέωσης κι όχι διεκδικήματος.
   Η πολιτική ηγεσία, δηλ. ολόκληρη η πολιτειακή και πολιτική εκπροσώπηση, υποχρεούται σε συμμόρφωση στην εντολή για άμεση συνεργασία, συνεκτιμήσεις, συναποφάσεις και συνευθύνη, βεβαίως με ειδικό το βάρος κυβέρνησης και των ισχυρών εκπροσωπήσεων, βεβαίως με την ευθύνη κατάθεσης εναλλακτικών εκφρασμένων στα θεσμισμένα όρια και σ’ αυτά του πνεύματος της άνω λαϊκής εντολής, βεβαίως ανοικτών στην κρίση της ιστορίας.

Οι όποιες αποφάσεις, ανοικτές πάντα στην κρίση της ιστορίας, δεν είναι απλές. Περιλαμβάνουν εγγενώς στρατηγικές και τακτικές σταθμίσεις, επιλογές τόπου και χρόνου, προτεραιότητες, άμεσες ενισχύσεις του α ή β στοιχείου, πλήγματα, αποκρούσεις, θυσίες, παραπλανήσεις, κινήσεις κατευνασμού, συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, ανασυντάξεις, ελιγμούς, διπλωματικές κινήσεις, επεμβάσεις κοινωνικής ψυχραιμίας ή έγερσης, αναθεωρήσεις κτλ.  Με τρόπο που δεν τίθεται στην εύκολη κρίση του καθενός μας, μάλιστα στη μέση του ποταμού. Κάποτε αυτονόητα όλα αυτά, είναι αναγκαίο να τονίζονται στην εποχή της μαζικής-μετριοκρατικής δημοκρατίας.

Αυτά τα γνωστά. Κι ο Θεός βοηθός.


6. Μερικές πρόσθετες επισημάνσεις

Έχουν όμως σημασία μερικές επισημάνσεις, σε επίσης γνωστά αλλά και συγχισμένα ζητήματα που τροφοδοτούν επαναπαύσεις, άσκοπες εξάρσεις, στρεβλές πολώσεις, καταστροφικούς διχασμούς.  Φυσικά πηγή τους, όπως κι άλλων δεινών, είναι το θεσμικό τους τροφείο κι όχι μια ιπτάμενη κι αυθύπαρκτη «νοοτροπία» μας, αν και πραγματική. Έχει όμως κι αυτή το βάρος της, ιδίως στις κοινωνικές προφυλακές, αυτές που η ιδεοφορία τους μπορεί να οδηγήσει στη γενικότερη θεσμική ανάταξη και την κίνηση ενός περαιτέρω «ενάρετου κύκλου».

Συχνά, και καλώς, στο έθνος μας ηχεί μέσα του το προγονικό ή ταν ή επί τας ως επιταγή στάσης.  Σε εναλλαγή με ρεαλισμούς και συμβιβασμούς της ήττας ή του ποδαριού, όπου φταίνε οι άλλοι - και ίσως φταίνε με κάποιο τρόπο.  Μα είναι ανάγκη να καταλάβουμε πως η ως άνω προγονική επιταγή είναι της μάχης όταν χρειαστεί, όχι της ευρύτερα μάχιμης κοινωνικής πορείας, όχι του γενικότερου εθνικού και οικουμενικού πολέμου ζωής.  Εκεί μια άλλη επιταγή ισχύει σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Αιέν αριστεύειν. Γίνε καλύτερος. Και προσωπικά, μα όχι απλώς ατομικά. Κάνε τα πέριξ καλύτερα και βασικά το τροφείο του καλύτερου ή του χειρότερου. Την πολιτεία. Την αντιδημοκρατικά και μετριοκρατικά κατεχόμενη. Ψάχνοντας, συλ-λογιζόμενος και πράττοντας. Ιδίως όταν χτυπούν καμπάνες και ξυπνητήρια.

Είναι γνωστό πως αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο. Τουλάχιστον ως τη σημερινή ανοικουμενική εποχή.  Και ναι, προετοίμασε εντατικά και την ειρήνη, τόσο τοπικά όσο και οικουμενικά. Με ρεαλιστικά υπερβατικές πρωτοβουλίες, κατά το λιθαράκι που σου αναλογεί σαν έθνος. Μικρό οικονομικά και στρατιωτικά, μεγαλύτερο έξω απ’ τον κατοχικό μετριοκρατικό έλεγχο και πολύ μεγαλύτερο πολιτισμικά. Δεν αναφέρομαι σε τουριστικά τσολιαδάκια, ούτε σε επιφανειακούς φιλελληνισμούς, ούτε σε ρομαντικές ουτοπίες που αγνοούν τη διεθνή γεωπολιτική, τα συμφέροντα κτλ. Αλλά σε οδοδεικτικές δυνατότητες πραγματικές στο πλαίσιο εθνικής-οικουμενικής στρατηγικής. Δυνατότητες εθνικής-οικουμενικής προοπτικής που αναζητά με στρεβλούς κι αντιφατικούς τρόπους όλη η ευρώπη κι όλος ο κόσμος, σ’ ένα γαϊτανάκι αλληλοχρεώσεων κι αλληλαπαιτήσεων που όμως η άκρη του, πολιτική και πολιτισμική υπάρχει. Τουλάχιστον σαν δυνατότητα.  Εκτός του ρεαλισμού των καφενείων κι εκτός των ψόφιων δογμάτων.

Μεσ’ την απίστευτη σύγχιση ρόλων της ισοπεδωτικής μαζικής δημοκρατίας μας ανθεί και η κριτική μας θέση και διάθεση επί παντός. Καλώς από μια άποψη κι ως ένα βαθμό, μα η γνώμη μου πχ. επί των στρατιωτικών στο τεχνικό επίπεδο δεν έχει αξία. Όπως δεν έχει αξία η τεχνική αξιολόγηση των διπλωματικών χειρισμών κτλ. απ’ τον καθένα. Όπως δεν έχει αξία η καφενειακή αναζήτηση της «άριστης λύσης» στη διαχείριση μιας κρίσιμης κατάστασης. Η μιας πολιτικής απόφασης, με τεχνικά κριτήρια ή και με κριτήρια πολιτικών προτεραιοτήτων που αγνοούμε την εσωτερική σχέση τους. Βεβαίως τα προφανή δεν μπορούν να αγνοούνται, αλλά και πάλι με σύνεση, επιφύλαξη, μέτρο στις κρίσεις μας, και κυρίως απολογιστικά. Και με υπ’ όψη ότι ακόμα και οι «άριστες λύσεις» έχουν οροφή γενικότερες μακρο-επιλογές κι αποτελέσματα που έχουν προηγηθεί ή που δρομολογούνται. Οπου και το κύριο επίπεδο κρίσης που αντιστοιχεί στον πολίτη και όπου στην ουσία είναι συνεύθυνος. Επίπεδο όπου αναπόφευκτα περιλαμβάνει και εκχώρηση εμπιστοσύνης, όπως και στα άλλα επίπεδα, πλην εδώ με κριτήρια προσβάσιμα στον πολίτη καθιστώντας τον έτσι όχι μόνο κριτή των εκπροσώπων του αλλά και συνυπεύθυνο έναντι αλλήλων. Εννοείται ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για επιλογές στα μεγάλα εθνικά θέματα.

Η «συνέπεια κι αδιαλλαξία» δεν είναι συνώνυμη του πατριωτισμού, ούτε πάντοτε η καλύτερη στάση, με τους συμβιβασμούς να είναι συχνά απαραίτητοι. Φυσικά, έχει σημασία τόσο η στρατηγική αφετηρία, στενά δεμένη με την ευρύτερη ιδεολογία και το συνακόλουθο πλαίσιο «κόστους-οφέλους» μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις κι απολογίζονται τα αποτελέσματα, όσο και η σωστή εκτίμηση των καταστάσεων από τεχνική άποψη. Όπως  σημασία έχει και η εθνική-πολιτική συνενόηση καθαυτή, σε κάθε μεγάλη απόφαση.

 Η στρατηγική των συμβιβασμών δεν εκφράζει το άριστον του μέτρου, παρά σε έδαφος ευρύτερων, σταθεροποιημένων και κοινά αποδεκτών (ή κι επιβεβλημένων) στόχων κι επιδιώξεων, χωρίς και πάλι να υπαγορεύει ευθέως το είδος και την έκταση των συμβιβασμών.  Υπάρχει δε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους συμβιβασμούς (καλούς ή κακούς, που πιθανώς κρίνονται αναγκαίοι και πάντως εντάσσονται σε μια εξελισσόμενη δυναμικά σχέση) και στη στρατηγική των συμβιβασμών-εκχωρήσεων η οποία τους προεξοφλεί σε κάθε περίπτωση (είτε με θετικό πρόκριμα κι αποτέλεσμα ως πχ. εσωτερικά στην ΕΕ, ή στην κοινοβουλευτική διαδικασία, είτε με μονόπλευρη λειτουργία όπως στη «φινλανδοποίηση»).

Ειδικότερα μίγματα «αδιαλλαξίας-συμβιβασμών» αφορούν στρατηγικές με ειδικές κατευθύνσεις και στοχεύσεις, καθορισμένες ιδεοθεωρητικά σε διάφορα επίπεδα ιδεολογίας ή και ιδεοληψίας. Ενέχουν σταθερότητα ως προς ωρισμένα στοιχεία, όχι αναγκαστικά τα δηλούμενα αλλά συνήθως άλλα, πχ. καθεστωτική σταθεροποίηση ή μεταβολή σ’ ορισμένη κατεύθυνση, και συχνά πολύ πεζά, πχ. ορισμένη κομματική εξουσία. Παράλληλα ενέχουν κι άκρα συμβιβαστική κι εκχωρητική ευελιξία ως προς άλλα στοιχεία που θεωρούνται δευτερεύοντα κι αναλώσιμα ή προς κατάλληλη διαχείριση στην υπηρεσία των σταθερών.
Η ανάλογη πολιτική στάση απέναντι σε σοβαρά κι ευαίσθητα για την κοινωνία ζητήματα, είναι ασφαλής δείκτης του χαρακτήρα της κινούσας ιδεολογίας πίσω της, άσχετα απ’ το τυχόν αναγκαίο ή χρήσιμο της αντίστοιχης στάσης είτε «αδιάλλακτης» είτε «συμβιβαστικής». Πολύ περισσότερο όταν απ’ τη φύση τους οι στρατηγικές αυτές έχουν έντονο διχαστικό κι εν τέλει κοινωνικά ζημιογόνο αποτέλεσμα. Ιδίως όταν τα διχαστικά αυτά στοιχεία καλλιεργούνται επιπρόσθετα, πολύμορφα κι άμετρα απ’ τις αντίστοιχες στρατηγικές, στην προσπάθεια επιβολής τους.

Η «φυγή προς τα μπρος», ως γενική στάση που συμπαρασύρει κάθε σταθερά, στην πραγματικότητα δε συνιστά καν στρατηγική, παρά  καιροσκοπική λαθροβίωση - επιβίωση του ζουλαπιού - και διαρκή ανάλωση βιοτικού και βιωματικού χρόνου.  Με ορισμένες ειδικές (κι αλλοτριωμένες) σταθερές, αποτελεί μια όψη του φιλελέ προοδευτισμού, βασική στην προϊούσα φιλελεύθερη κατάρρευση. Ως κατά περίπτωση προσαρμογή κι αναγκαία ( ή κι εξαναγκασμένη) «αλλαγή σελίδας-πάμε παρακάτω», επιβάλλεται συχνά, ιδρύοντας στην περίπτωση αυτή μια νέα περίοδο και σχέση (πχ. όπως στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην ΕΕ ή στη συμφωνία των «προνομίων» μεταξύ Πατριάρχη και Πορθητή). Στην περίπτωση αυτή αφορά αποφάσεις μείζονος ιστορικού βάρους κι ευθύνης, ασύμβατες με συγκυριακές πρωτοβουλίες και δημαγωγικές πρακτικές και διαμορφωμένες με ανάλογη ευρεία κοινωνική συναίνεση εκφρασμένη θεσμικά ή πάντως με τρόπο προφανή.

Η στρατηγική του κατευνασμού, συνήθης απ’ την πλευρά του αδύναμου αρχαιόθεν διεθνώς καθώς και στο νεοελληνικό κράτος, είναι μια στρατηγική μερικώς ρεαλιστική αλλά κυρίως αυταπατηλή.  Είναι κοινός τόπος ότι το αποτέλεσμά της είναι η ενθάρρυνση του αντιπάλου στην κλιμάκωση των απαιτήσεων και της επιθετικότητάς του, όσο και η αναπαραγωγή της αυταπάτης της δηλ. η σταθεροποίηση των ψευδαισθήσεων και η αυτοεκλογίκευσή της. Ψευδαισθήσεων που συχνά ενισχύουν λεονταρισμοί εσωτερικής κατανάλωσης και μικροσκοπιμότητας. Με τελικό αποτέλεσμα την τραγική αυτοδιάψευσή της.
Απ’ την άλλη πλευρά, η στρατηγική του κατευνασμού είναι χρήσιμη υπό έναν κρίσιμο όρο. Ότι η σχετική «ειρήνη» που εξασφαλίζει αποτελεί μόνον πίστωση χρόνου για προετοιμασία και ισχυροποίηση. Στρατιωτική, πολιτική, οικονομική, ψυχολογική, διεθνών ερεισμάτων, διπλωματικών πρωτοβουλιών κτλ. Στον κατάλληλο συνδυασμό και με το αναγκαίο κόστος. Χωρίς αυταπάτες. Σε κάθε περίπτωση η στρατηγική του κατευνασμού ΔΕΝ είναι αυτάρκης αλλά στοιχείο ευρύτερης και σύνθετης στρατηγικής.


                                                                                          Δ.Τ. - 30.6.19





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.