Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Εθνικός Οικουμενισμός κι Αριστερός Οικονομισμός - [ART-7]

ΜΙΚΡΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ - 3 :  Κείμενα με τον χαρακτηρισμό αυτόν, αποτελούν εδώ συνοπτικές θεωρητικές αναφορές
σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Εν γένει αφορούν θεωρήσεις απ’ την οπτική του γράφοντος, φυσικά εδραζόμενες στο υπέδαφος γνωστών θεωριών αλλά συχνά σε απόκλιση ή ρήξη μ’ αυτές, και πάντως ενταγμένες στην προσπάθεια συμβολής στην αναγκαία Ανα-θεώρηση του κοινωνικοπολιτικού.  Υπενθυμίζεται ότι οι θεωρήσεις γενικότερα, παρά τα υποκειμενικά τους στοιχεία και άσχετα με τα όποια προβλήματα και ποιότητά τους, δεν αφορούν πρόχειρες «απόψεις» αλλά προσεγγίσεις με πίσω τους ορισμένη επεξεργασία, αναγκαστικά παραλειπόμενη σε συνοπτικά κείμενα.


Εισαγωγικό σημείωμα

Το κείμενο «Εθνικός Οικουμενισμός και Αριστερός Οικονομισμός» έχει γραφεί στις 4.5.19 ως κείμενο προβληματισμού σε στενό κύκλο μεταξύ φίλων της αριστεράς.  Δημοσιεύεται, με ανάλογους στόχους, με κάποια χρονική απόσταση απ’ τη θερμή εκλογική περίοδο κι αφού τα σχετικά πάθη έχουν κάπως κατευνασθεί, επιτρέποντας ίσως ψυχραιμότερες αλληλοακροάσεις.  Πράγμα απαραίτητο, ιδίως όταν θίγονται βαθειά ριζωμένες πεποιθήσεις κι αντίστοιχα ευαίσθητες ψυχικές χορδές, συναισθηματικές και υπαρξιακές.  Φυσικά, η  συναισθηματική και υπαρξιακή ισορροπία δεν είναι συνώνυμη της οποιασδήποτε πεποίθησης και στάσης, η εξέλιξή τους όμως είναι διαδικασία περίπλοκης συν-εξέλιξης, συχνά οδυνηρή.  Ακόμα και για όσους έχουν επί μακρόν ασκηθεί στην «ανοικτότητα».

Το κείμενο, συνοπτικά οπωσδήποτε, αναφέρεται στον ουσιαστικό κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα της αριστεράς καθώς και στην αντίκρυση αυτού του χαρακτήρα σε βασικές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης και ιδεοπραξίας. Στη σχέση Εθνικού-Κοινωνικού,  στη δυναμική της Κοινωνικής Συνείδησης έναντι ενός δήθεν Οικονομικού Ιστορικού Αυτοματισμού, στην υπερ-οικονομική  συνθετότητα του πεδίου των κοινωνικών εξελίξεων όπως την ορίζει το ανθρώπινο υποκείμενο.  Επί τροχάδην, πλην σε σύνδεση μ’ αυτά, θίγονται επίσης ο χαρακτήρας της «αντι-νεοφιλελεύθερης» αλλά και της «αντι-ιμπεριαλιστικής» ιδεολογίας. Τέλος επιχειρείται επιγραμματικά ο γενικότερος στοιχειώδης προσανατολισμός ανάμεσα στις συμπληγάδες των αριστερών και φιλελεύθερων αδιεξόδων της σύγχρονης παγκοσμιότητας και της ελληνικής συγκυρίας.

Τα ζητήματα αυτά καθώς κι  άλλα συναφή, χρειάζονται ασφαλώς αναλυτικότερη και διεξοδικότερη πραγμάτευση. Το κύριο επίδικο όμως δεν αφορά τόσο τις ειδικότερες αναλύσεις όσο τις βασικές ανατοποθετήσεις όπως αυτές συνδέονται με τη γενικότερη εικόνα των κοινωνικοπολιτικών πραγμάτων και της διέξοδης στάσης μας εντός τους. Οπου οι αναγκαίες τομές απαιτούν μερικές καθαρές κι αμάσητες διατυπώσεις, όσο κι αν αυτές έχουν την ενοχλητική τους πλευρά.

Απ’ τα μεγάλα ιδεολογοπολιτικά προβλήματα της εποχής, πίσω απ’ τις αλλοπραξίες της ιστορικής και σύγχρονης αριστεράς αλλά και πίσω απ’ τα συνολικά κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα στα οποία συμβάλλει καθοριστικά, είναι η ίδια η ελλιπής αυτοσυνείδηση ταυτότητας στον αριστερό χώρο.  Εκεί όπου θυσίες έχουν χαραμιστεί και πρακτικές έχουν απανθρωπισθεί, εκεί όπου διαθέσεις ευγενικών κοινωνικών αγώνων παγιδεύονται στον ιδεοθεωρητικό βάλτο και στις πολιτικές ψευτοπροοδευτισμού που συγκροτούν την αριστερά, εκεί όπου το δικαιο-ελευθερωτικό πρόταγμα εκπίπτει σε σταλινοφιλελέδικο κοινωνικοδιχαστικό αχταρμά.
Η ίδια η ελευθέρωση των όσων αγνών αριστερών αναλώνονται μέσα στο βάλτο αυτόν αποτελεί πλέον κρίσιμο στοιχείο μιας διέξοδης κοινωνικής ιδεοπραξίας. Φυσικά δεν είναι εύκολο, αφού μια τέτοια ελευθέρωση εκλαβάνεται απ’ την ίδια την ιδεοληπτική τους αλλοτρίωση (πάντα για τους ανιδιοτελείς μιλώντας) ως εγκατάλειψη του δικαιο-ελευθερωτικού κοινωνικού προτάγματος, όπως βέβαια αυτό έχει μορφοποιηθεί μέσα από τερατώδεις στρεβλώσεις αλλά και μεγάλες αστοχίες των κλασικών θεωρητικών της αριστεράς. Κι αφού επίσης δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί επαρκώς η αναγκαία ιδεοθεωρία η ικανή να ξαναζωντανέψει το δικαιοελευθερωτικό επίδικο. Να το αναδείξει πέρα απ’ τις σταλινικές και καρασυστημικές εκπτώσεις του, πέρα απ’ την ηττημένη εγκατάλειψή του, πέρα από καταστροφικούς διχασμούς που υποδύονται την ελευθερωτική κοινωνική πάλη.

Βεβαίως έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή, άγνωστα εν πολλοίς στην ευρύτερη κοινωνία η οποία φυσιολογικά προσλαμβάνει, αφομοιώνει κι αποκρίνεται πάντοτε διαμεσολαβημένα και σε δεύτερο χρόνο. Παρ’ ότι η παρουσία τής ευρύτερης κοινωνίας κι ο τροφοδοτικός της ρόλος είναι συνεχής έστω με τη μορφή του κλεφτοπολέμου απέναντι στα αδιέξοδα, ενός κλεφτοπολέμου ημί-φωτου, ημι-αλλοτριωμένου, ακόμα κι αυτοφαγικού.
Εχουν γίνει βήματα. Απομένει ωστόσο δρόμος - εγχωρίως και διεθνώς - έως ότου αποσαφηνιστούν με επάρκεια οι ιδεοπρακτικοί προσανατολισμοί οι ικανοί να συναντηθούν με την ευρύτερη αυτή κοινωνία. Αισιοδοξώ ότι ο δρόμος αυτός θα διανυθεί μέσα στην τρέχουσα κρίση και στον κοινωνικό βρασμό που διαρκεί διεθνώς, καθώς κι ότι η ελληνική συμμετοχή στη διάνυσή του θα είναι σημαντική. Η αισιοδοξία αυτή - που έχω εκφράσει απ’ την αρχή της κρίσης - δεν αφορά κάποια μηχανογένεση μέσα απ’ τον βρασμό, έναν βρασμό που άλλωστε εγκυμονεί παράλληλα έως και κοσμοκαταστροφικούς κινδύνους. Αφορά εκείνα τα αντιφατικά και δυσανάγνωστα σημεία μέσα στους (διαβαθμισμένα πάντοτε) εξελισσόμενους κοινωνικούς προσανατολισμούς που δηλώνουν την αντίστοιχη κυοφορία, τα θετικά σημάδια στην κατάσταση του «ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω» που ζούμε.  Κατά την ανάγνωσή μου φυσικά, την από ετών για τα πράγματα και τις εξελίξεις τους, μακρυά απ’ τις γνωστές αναγνώσεις σ’ όλο το πολιτικό φάσμα… Όπως κάθε ανάγνωση έχει ως τώρα αναμετρηθεί με τις εξελίξεις…

Δεν είναι ανάγκη να πεισθεί κανείς γι αυτά με όρους αναλυτικούς - δεν εξηγούνται τα πάντα στους πάντες και δια μιάς όπως νομίζουν οι αμαθησιακοί δικαιούχοι της δήθεν «κριτικής σκέψης»  - ούτε με όρους αναλυτικά τεκμηριωμένων εκτιμήσεων. Αλλωστε η αισιοδοξία και το βλέμμα μπρός είναι αυτό που οφείλει ο καθείς στον εαυτό του και τους άλλους. Οι εκτιμήσεις κτλ. έπονται ενώ αν έχουν κάποια ειδική αξία πέραν της καφενειακής γνωμοδοσίας, αποτελούν μεταξωτά βρακιά με ανάλογες απαιτήσεις.
Η «προεκτιμητική» αυτή αισιοδοξία, φυσικά, δεν είναι συνώνυμη της επαλήθευσης, δεν εγγυάται την έκβαση, δεν αλλάζει τον στοιχηματικό χαρακτήρα της ανθρώπινης περιπέτειας.  Ωστόσο τον διατηρεί ζωντανό ως τέτοιον, ως διαρκές συμμετοχικό στοίχημα, ως στάση απέναντι στην παραίτηση και την προ-επαληθευμένη ήττα, ως το έδαφος της ανθρώπινης βιοτής και ιδεοπραξίας, ως το μοναδικό πεδίο του προσωπικού και κοινωνικού ελευθερωτικού αγώνα.
Ούτε αφορά η αισιοδοξία αυτή το κάθε τι με το οποίο ο καθείς υποκαθιστά το κοινωνικό επίδικο, ( όπως πχ. το ματζούνι της αντιλιτότητας υποκαθιστά το πολύ ευρύτερο επίδικο της κοινωνικής-πολιτικής ανασυγκρότησης ) ούτε ορίζει τη θετική έκβαση σε πλήθος τέτοια φαντασιακά υποκατάστατα.  Ούτε καν ορίζει εξ αρχής τα κοινωνικά επίδικα.  Αντίθετα αφορά την ίδια τους την ανάδυση-αποκάλυψη, την ίδια τους τη διάκριση από ψευδορεαλιστικές παρωπίδες αλλά κι από ψευδελευθερωτικές φαντασιώσεις. Αφορά την ίδια τους την ανάσυρση απ’ τα σκοτάδια της απάτης-αυταπάτης της αριστερής και της προόδου, αυτής του «ξέρουμε το Τι, παλεύουμε το Πώς». Αφορά τους βασικούς κι όχι απλά τους «εκτελεστικούς» προσανατολισμούς. Βάζοντάς μας ακόλουθα - ή παράλληλα με κάποιο τρόπο - όχι στο ρόλο των διεκδικητών αλλά στον δύσκολο ρόλο που αρχαιόθεν ζορίζει κι εξανθρωπίζει, δημιουργεί και βιώνει την ιστορία. Τον υποκειμενικό και δίκοπο ρόλο που κάθε μεγάλο πνεύμα έχει αναθέσει σ’ όλους μας, όπως πχ, ο Παλαμάς. Να είμαστε εμείς οι γκρεμιστές, εμείς και οι χτίστες. Κι όχι μόνο του ΠΩΣ αλλά κυρίως του ΤΙ.

Απ’ τα πράγματα που πρέπει να κατεδαφιστούν - κατεδαφίζονται ήδη από καιρό όσο κι αν πασχίζουν να βρυκολακιάσουν μ’ άλλες μορφές - είναι η Αριστερά ( & ΚΑ ).  Οχι το δικαιο-ελευθερωτικό φλάμπουρο που κρατά απατηλά, αλλά το χέρι, η ειδικότερη νοηματοδότησή του και η παρασιτική ιδεοπραξία πίσω του. Σ’ όλες τις εκδοχές της, τις ιστορικές μορφές της, τις νέες μεταμφιέσεις της.
Η αριστερά είναι αυτή που είναι, η υπαρκτή και πολύμορφη αριστερά, αυτή που δεν είχε και δεν έχει καμμιά σχέση με την κοινωνική ελευθέρωση που επικαλείται. Και που δεν διορθώνεται, όπως το ξέρουν καλά όσοι το ‘χουν παλαίψει για χρόνια.  Είναι βαθειά βαλτωμένη, είναι ο ίδιος ο βάλτος.
Αυτό δεν απαξιώνει  βέβαια τους πλήθος αριστερούς, τους παγιδευμένους εντός της κι εντός του μύθου της, αντίθετα υπογραμμίζει την ανάγκη ελευθέρωσης και των ίδιων. Πράγμα δύσκολο, ως ήδη είπαμε, και σχεδόν αδύνατο χωρίς οδύνες κι έξωθεν επώδυνους ελκυσμούς.  Οπου σ’ αυτό το «έξωθεν» βρίσκονται και όσοι απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους της κατάφεραν να βγουν απ’ το βάλτο.  Μερικώς, όπως πχ. ο Μίκης, ή ολικώς όπως άλλοι… Που ωστόσο καθόλου δεν εγκατέλειψαν το δικαιο-ελευθερωτικό φλάμπουρο, αλλά που αντίθετα συνειδητοποίησαν πως η ίδια του η διάσωση προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό του, την κοινωνική ανάκτησή του και την ύψωσή του σ’ άλλους ιδεοπρακτικούς δρόμους, πέρα απ’ την αριστερά και την ΚΑ. Που συνειδητοποίησαν πως Σοσιαλισμός κι Αριστερά είναι απολύτως ασύμβατα... Εστω κι αν μέρος του ελευθερωτικού κινήματος είναι συχνά αναγκασμένο να διεξάγεται μέσα στα και μέσα απ’ τα  εκάστοτε  Α+ΚΑ μορφώματα.

Ο σοσιαλισμός… Η ελευθέρωση… Η πρόοδος… Όλα πρέπει να επανορισθούν. Στο περιεχόμενο και τον τρόπο τους. Πέρα απ’ τους ορισμούς της αριστεράς αλλά και πέρα απ’ τις γενικότερες συστημικές αφομοιώσεις τους. Πέρα απ’ το σκεπτικισμό των παραιτήσεων, μ’ όλα τα ελαφρυντικά του. Και πέρα απ’ τις ετοιματζήδικες διαθέσεις κι απαιτήσεις του εύκολου, επίσης μ’ όλα τα ελαφρυντικά τους.
Όλα πρέπει να επανορισθούν, να επανανοηματοδοτηθούν, όχι μόνον στο φώς της ιστορίας αλλά και στο φώς ενός άλλου δικαιο-ελευθερωτικού νοήματος. Καθόλου εύκολο, αλλά πως θα ήταν η ανάταξη ημαρτημένων πολλών δεκαετιών και η διάνοιξη δρόμων για τον νέο αιώνα ;  Καθόλου εύκολο. Μα εφικτό. Κι αναγκαίο. Εφικταναγκαίο.

Εχουν γίνει βήματα. Κι απομένει δρόμος. Σε πολλά επίπεδα. Το θεωρητικό επίπεδο είναι το πιο δύσκολο. Διότι δεν αφορά - δεν μπορεί να αφορά - ούτε αναμασήματα ενός στάσιμου ψευδορεαλισμού, ούτε όμως ανεδαφικά ευχολόγια και φαντασιώσεις. Αφορά τη σύλληψη του Εφικταναγκαίου, του ρεαλιστικά υπερβατικού, του ενδογενώς ικανού να κοινωνικοποιηθεί, να συναντήσει το Σώμα του, να αληθεύσει ελευθερώνοντας και να ελευθερώσει αληθεύοντας.
Δεν είναι δουλειά ενός, ούτε και του καθενός αδιακρίτως... Ας μη χαθούμε όμως σ’ αυτά.  Ας δούμε σαν έναν απ’ τους όρους το απαραίτητο της αλληλομαθητείας. Μειοψηφικής αναγκαστικά έως ότου διαμορφωθεί μια απαραίτητη ελάχιστη μαγιά.  Φυσικά, ούτε αυτή η αλληλομαθητεία είναι εύκολη, γι αυτό άλλωστε είναι πάντα μειοψηφική. Και διαβαθμισμένη…Γιατί απαιτεί πολλά, προπαιδεία, μελέτη, σκέψη, εμπειρία …Το να μάθει κανείς να μαθαίνει και να σκέφτεται,  ιδίως σε περιβάλλον μαρσαρισμένου σκοταδισμού και φιλελέ επιφανειακότητας, είναι απ’ τα πιο δύσκολα πράγματα. Κι απ’ τα πιο αναγκαία, αφού ούτε οι αμαθείς αποψίες και οι απαίδευτοι χειροτέχνες, ούτε τα θυμωμένα πλήθη αρκούν για να αποκτούν τα όνειρα αντίκρυσμα…

Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο όσο και διευκολυντικό να στέκεται κανείς σε επί μέρους πλην κομβικά ζητήματα. Όπως σ’ αυτό που αναφέρεται το παρακάτω κείμενο. Σύντομο και σχετικά απλό, αλλ’ όχι χωρίς δυσκολίες όπως ήδη μου επισήμαναν κάποιοι φίλοι ή όπως θα ‘θελαν όσοι νομίζουν πώς όλα είναι εύκολα ή ζητήματα γλωσσικής απλότητας.  Η κύρια δυσκολία αφορά πάντα την ουσία, μάλιστα πλάϊ σε κατεστημένες αντιλήψεις αλλά και πλάϊ σε ελλιπείς διαθεσιμότητες μελέτης καθώς κι αντίστοιχες αναγνωστικές δυσχέρειες που μόνον η διευρυνόμενη γνώση και η σχετική εξάσκηση μπορεί να υπερνικήσει.  Η εκφραστική ευθύνη του κειμένου έχει πάντοτε το μερίδιό της, κυρίως όμως η απόδοσή του στριμώχνεται πάντα ανάμεσα στην περίπλοκη ουσία και την οικονομία δυό αντίθετων αναγκών. Της συντομίας και ταυτόχρονα της αποφυγής μιας υπερβολικής πυκνότητας.  Σε κάθε περίπτωση κάθε σχετικό μίγμα απευθύνεται σε διαφορετικούς αναγνώστες, αυτούς με μεγάλη, μέτρια ή μικρή εξοικείωση στα σχετικά ζητήματα. Επίσης όμως σε κάθε περίπτωση  την κύρια σημασία δεν έχει η όποια δυσκολία καθαυτή αλλά η «απόδοσή» της, το χαλάλι της απέναντι σε κάθε «εύκολο τίποτα», όπως πχ. όταν μια πολύωρη (ναι, πολύωρη ή ολιγόωρη, όχι πάντως ολιγόλεπτη..) μελέτη καταφέρει να ανοίξει παράθυρα σ’ ένα πολυετές «εύκολο» σκότος συσκευασμένο σε μερικές άστοχες φράσεις παπαγάλου ( όπως πχ. συμβαίνει περί τα «μαρξιστικά» της αριστεράς…). Το πραγματικό πρόβλημα ΔΕΝ είναι η ως άνω «αναγνωστική» δυσκολία, αλλά η δυσκολία επιλογής κάθε φορά του «κατάλληλου δύσκολου», όπου η θεματική και η εκάστοτε προπαιδεία του αναγνώστη θέτουν ειδικές απαιτήσεις. Και στις οποίες εν μέσω πληθώρας υλικού κάθε είδους, ελάχιστα μπορούν πράγματι να αποκριθούν, τουλάχιστον σε ευρύ κοινωνικό επίπεδο.  Ετσι, η διακινδύνευση του πιθανότατα άσκοπου κόπου μέσα στο χάος αυτό είναι το πραγματικό τίμημα του αναγνώστη, κι αυτό συχνά προσπαθεί να αποφύγει ξορκίζοντας τη «δυσκολία», ως μια ταλαιπωρία πιθανότατα άχρηστη.  Η λύση βέβαια δεν είναι αυτό το ξόρκι ούτε η παραίτηση, αλλά το επίπονο «ψάξιμο» του «κατάλληλου δύσκολου».  Με βοήθεια αξιόπιστων συμβουλών όπου δυνατόν.  Πάντως το πολύτιμο ψάξιμο.  Για το «κατάλληλο δύσκολο».  Το απαραίτητο στο άνοιγμα παραθύρων κι οριζόντων…

                                                                                                                                    ΔΤ.  5-8-19



Εθνικός Οικουμενισμός κι Αριστερός Οικονομισμός  

Η αριστερά εμφανίστηκε ως κίνημα Κοινωνικού Δικαίου κι Ελευθέρωσης στους όρους της βιομηχανικής εποχής με έντονο το αποτύπωμα του αστικοθετικιστικού μηχανοϋλισμού απάνω της.  Αυτό υπήρξε και το πλέον αυθεντικό της στοιχείο αφού εξ αρχής έως και σήμερα, εντός της πλαστογραφήθηκε δομικά η ΔικαιοΕλευθερωτική υποθήκη με το πλήρωμά της να συναπαρτίζεται από δυό κύριες συνιστώσες. Αφ’ ενός από μερίδα των δικαίως αγανακτισμένων πλην χαμηλού ορίζοντα πληβείων του καπιταλισμού και αφ’ ετέρου από την πλέον αποπνευματικοποιημένη (=χυδαιοϋλιστική), αρπακτική, εκδικητική στο πλαίσιο των ενδοσυστημικών ανταγωνισμών, αδημονούσα, δόλια κι αδίστακτη μερίδα της εκάστοτε μεσαίας τάξης που στόχευε στην ιδιαίτερη και «δικαιούμενη» δική της περαιτέρω κοινωνική άνοδο κι εξουσία. Ακριβώς η αδίστακτη, δόλια κι επιδέξια αυτή κλίκα, ηγεμόνευσε πάντοτε και παντού εντός του αριστερού μπλόκ - με συγκυριακές κι εγγενώς ασταθείς παρενθέσεις - ορίζοντας και τον συνολικό χαρακτήρα της αριστεράς ως ψευδοσοσιαλιστικού ενδοσυστημικού κινήματος. Φυσικά στις τάξεις της, μειοψηφίες τίμιων αγωνιστών και ημίφωτων διανοητών του Δικαίου χαλάλισαν ή και σπατάλησαν ακριβά ζυγίσματα ψυχής, λάθη, αγώνες και θυσίες, πάντοτε συντροφικά καπηλευόμενοι, περιθωριοποιούμενοι ή εξοντούμενοι συχνά ως προδότες.

Η αριστερά επιστράτευσε με τον χειρότερο και πιο διαστροφικό τρόπο τις σοσιαλιστικές ιδεοθεωρήσεις του 19ου & 20ου αιώνα, ιδεοθεωρήσεις με πολύτιμα ελευθερωτικά στοιχεία πλάϊ στις μεγάλες τους αστοχίες κι ελλείψεις. Ουσιαστικά τις λοβοτόμησε, τις εκχυδάϊσε και τις αρβυλοφόρεσε, ως όπλο ενός αγώνα στραμμένου στους στόχους τής εντός της καρασυστημικής ελίτ η οποία και χρησιμοποίησε ως μοχλό την μονίμως χειραγωγούμενη και ιδεοπρακτικά διαφθειρόμενη αριστερή «μάζα».
Η δομική αντιφατικότητα της αριστεράς υπό τον κυρίαρχο συστημικό της χαρακτήρα, εκφράστηκε στην δογματική της πολυμορφία, στις διαρκείς διασπάσεις κι αλληλοεξοντώσεις, στις αδιέξοδες στρατηγικές και τις μόνιμες ήττες της, στις γνωστές πρακτικές της εντός κι εκτός εξουσίας, στην αγωνία και τις μαρτυρικές προσπάθειες τίμιων αγωνιστών και νησίδων εντός της, στην τραγικότητα ενός διαρκούς ταυτοτικού, υπαρξιακού κι εξοντωτικού αγώνα ταυτόχρονου στο εσωτερικό κι εξωτερικό μέτωπο. Εκφράστηκε καθαρά σε μια διαδρομή όπου η αριστερά αποκαλύφθηκε είτε ως ωμή νομενκλατούρικη διχτατορία, είτε ως ποικιλώνυμο κεφαλαιοκρατικό μόρφωμα υπό διάφορα μίγματα κεϋνσταλινισμού και διαλυτικού φιλελευθερατομισμού, ακραίου συχνά στις διάφορες μεταμοντέρνες ή αναρχοειδείς εκδοχές του.

Στο περιθώριο της διαδρομής αυτής και σε διάλογο με την εμπειρία των πληγών της, συντελέσθηκαν και κάποιες θετικές ιδεοπρακτικές εξελίξεις στο χώρο της αριστεράς, εξελίξεις κατ’ αρχήν και κατά φύσιν στο έδαφος της διανοίας της, της συνείδησής της, της ιδεοθεωρίας της.  Και οι εξελίξεις αυτές δεν είναι άλλες απ’ τους εμβολιασμούς των πολιτισμικά δεκτικών (δηλ. πνευματικά ζωντανών κι αποθετικισμένων-αποπαγανισμένων) νησίδων της, από στοιχεία βαθύτερης κοινωνικής-ιστορικής διαλεκτικής, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας κι οντολογίας, εμβολιασμούς που καλούν σε περαιτέρω ιδεοθεωρητικές και ιδεοπρακτικές ανασυνθέσεις και υπερβάσεις. Υπερβάσεις που συνιστούν ουσιαστικά απ-αριστεροποίηση επί τα άνω δηλ. εγκατάλειψη της ψευδομαρξιστικής χυδαιοϋλιστικής οδηγού μεταφυσικής και αναζήτηση μιας πλέον αυθεντικής - ελευθερωτικής διαλεκτικής ιδεοπραξίας, πάντοτε ως διανοητική και πρακτική αναμέτρηση με τα κοινωνικά προβλήματα και την ελευθερωτική προοπτική.
Διεθνώς και κυρίως στη Δύση, τέτοια διστακτικά υπερβατικά εγχειρήματα περιορίζονται σε πρόσωπα και νησίδες με ποικίλες, ελλιπείς κι ασύμμετρες προσλαμβάνουσες οπότε και με ασταθή παρ’ ότι θετικά βήματα. Το ίδιο και στη χώρα μας, με ιδιαίτερα ωστόσο στοιχεία τις ιδιομορφίες και το (ορισμένως  κινητήριο) βάθος κι εύρος της βιούμενης κρίσης όσο και την ειδικότερη (κι επί τα άνω ωθούσα) εθνική πολιτισμική παράδοση, «την Ελλάδα που επιμένει» μέσα στο βάλτο της αλλοτρίωσης, είτε ως συγκροτημένο έθος-ήθος είτε στη διαχυμένη (και βρίθουσα αντιφάσεων) μορφή της μέσα στο συλλογικό εθνικό μας ασυνείδητο. Στους όρους αυτούς, νησίδες της ελληνικής αριστεράς πραγματοποιούν αξιόλογα βήματα αναπροσανατολισμού τα σημαντικότερα των οποίων αφορούν 3 βασικούς άξονες.

Πρώτον, βήματα αναγνώρισης του συστημικού χαρακτήρα της αριστεράς, καθώς και βήματα περί την ατζέντα που συνακόλουθα ανοίγει εδώ, απ’ το θεμελιακό ερώτημα του κοινωνικού υποκειμένου έως αυτό ενός ρεαλιστικού-υπερβατικού «δρόμου».
Δεύτερον, ειδικότερα πολιτειολογικο-στρατηγικά βήματα αυτού του δρόμου, βήματα διαλεκτικής συναίρεσης στόχου και τρόπου, περιεχομένου και μορφής, «εδώ και τώρα» κι αύριο, καθενός κι όλων, κοινωνικών σχέσεων και πολιτικού τους «υποστασιοποιητή-συντελεστή». Βήματα δηλ. που αφορούν την κατανόηση της Δημοκρατίας όχι ως εργαλειακού μέσου αλλ’ ως υπαρξιακού πεδίου της κοινωνικής ελευθέρωσης. Βήματα κρίσιμα, έστω κι αν η σχετική εμβάθυνση και συνέχεια συνδέεται στενά με αναγκαίες προόδους σ’ άλλες πτυχές του κοινωνικού αγώνα.
Τρίτον, βήματα κατανόησης της σχέσης εθνικού - κοινωνικού, σημαντικά οπωσδήποτε στο φόντο του από αιώνος κλασικού αριστερού δορυφορικού «διεθνισμού» και «πατριωτισμού».  Ωστόσο η ουσία της σχέσης εθνικού-κοινωνικού δεν έχει προσεγγισθεί επαρκώς, διαμορφώνοντας εδώ τον οριακό παράγοντα της περαιτέρω συνολικής ιδεοπρακτικής προόδου.
Κρίσιμο στοιχείο για την εμπλοκή στο σημείο αυτό είναι ο επιβιώνων κυρίαρχος οικονομισμός, δηλ. η διανοητική καθήλωση στον ψευδαυτάρκη κινητήρα των «παραγωγικών εκμεταλλευτικών σχέσεων» αντί αυτού των «αναπαραγωγικών κοινωνικοπολιτικών σχέσεων» κατά τραγική παρεξήγηση του Μάρξ και παρά τις πολύτιμες όσο κι ατελείς συνεισφορές εδώ του Λένιν, του Γκράμσι κ.α.  Η περί το Εθνικό προβληματική έτσι, πέραν της αυταξίας της απέναντι στους ειδικότερους εθνικούς κινδύνους, αποτελεί ευρύτερα κρίσιμη δίοδο διαφυγής απ’ τον οικονομίστικο παγανισμό. Αυτόν που μεσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα, μεσ’ σε καπνούς και σε βρισιές, φαντασιώνεται τρόπους να ξυπνήσει ο σανοτροφοδοτούμενος κυρ’ Μέντιος. Ακρως αποκαλυπτική του αυτοακυρωτικού οικονομισμού της αριστεράς αποτελεί άλλωστε η έκπτωση της μετα-φιλελεύθερης υποθήκης της σε αντι-νεο-φιλελευθερισμό, δηλ. σε γραμμή ρήξης με τον φιλελευθερισμό (καπιταλισμό) στην πλέον στενή οικονομική του ανάγνωση, οργανική των ενδοσυστημικών εντάσεων και διαιωνιστικών ενδοσυστημικών διπολικών ΚΔ-ΚΑ εναλλαγών στην εξουσία.
  
Επιστρέφοντας στο Εθνικό θα αγνοήσουμε τις ποικίλες καπηλείες του, αυτές δηλ. που το χρησιμοποιούν απλώς ως πρόσφορο σήμερα όχημα των ευδιάκριτων πέριξ πολιτικών νευρώσεων, και θα σταθούμε επιγραμματικά στις ειλικρινείς πλην ανεπαρκείς θεωρήσεις του.
Στις θεωρήσεις αυτές η κύρια σύνδεση εθνικού-κοινωνικού γίνεται μέσω του οικονομίστικου λώρου της «ιμπεριαλιστικής εξάρτησης-εκμετάλλευσης». Θεωρήσεις που δεν αγνοούν βέβαια τις γενικότερες αλλοτριωτικές (δουλωτικές) σχέσεις που διαμορφώνονται στο σχετικό πλαίσιο, αλλά που ωστόσο έχουν απλώς υποκαταστήσει το ραγισμένο σχήμα «προλεταριάτο-κεφάλαιο» με το σχηματικά διεθνοποιημένο αντίστοιχό του «εξαρτημένες χώρες-καπιταλιστικά κέντρα».  Που κατανοούν το «εθνικό» ως γεωμορφή του «ταξικού» την εποχή του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης, στη συνέχεια λενινιστικών αστοχιών αλλά και της στενότητας των τριτοκοσμικών αντιιμπεριαλιστικών θεωρήσεων παρά την συγκυριακή όσο κι οριακή τους συνεισφορά. Που οικοδομούν έτσι έναν «δευτερογενή εθνικισμό» ως έκφραση του «τριτοκοσμικού κυρ’ Μέντιου» αγνοώντας την ουσία και δυναμική ενός ανθρωποποιητικού «πρωτογενούς εθνικισμού» ως εγγενούς και κρίσιμης πολιτισμικής παραμέτρου του κοινωνικού, ακριβώς στην κατά περίπτωση δυνατότητά του να λειτουργεί μετασχηματιστικά στη συστημική αναπαραγωγή.
Δεν πρόκειται για σταγόνες «εποικοδομήματος» στον ωκεανό της «κεφαλαιοκρατικής βάσης», πρόκειται για θεμελιακό επανακαθορισμό της ίδιας της «βάσης» πάνω απ’ τον πήχυ του κυρ’ Μέντιου, για επανακαθορισμό της κοινωνικής ταξικότητας πέραν της «οικονομικής» ταξικότητας, έστω τριτοκοσμικώς διηυρυμένης. Πρόκειται για τη διάσωση-αξιοποίηση του «ψηλότερα ο κόσμος» που συμφύεται και τρέφεται και διανοείται και στρατηγεί στο Εθνος κι όχι για την περιχαράκωση της ακοσμίας του. Πρόκειται για την οργανική-πρωτογενή ένταξη του εθνικού ΔικαιοΕλευθερωτικού στοιχείου στην κοινωνική πάλη μ’ όλους τους ανακαθορισμούς των γραμμών ενότητας-ρήξης που συνεπάγεται στην ίδια του την εκδίπλωση, κι όχι για την «επιστράτευση» του εθνικού σε απλουστευμένα κι αδιέξοδα σχήματα ρήξεων.  Μ’ αυτή την έννοια το «έθνος» (κατά περίπτωση και κατακτημένη εθνική-οικουμενική συνείδηση) φέρνει «απ’ έξω» ( έξω απ’ την οικονομίστικη συνείδηση και διεκδίκηση, κατά την χαρακτηριστική έκφραση του Λένιν ) στον κυρ’ Μέντιο την ελευθερωτική κι αυτόνομη ιδεοπραξία, όχι ως μετωπικός συνοδοιπόρος ή «περιφερειακός γεωπρολετάριος» αλλ’ ως οργανικός πνευματικός οδηγός και βασικός ταξικός μέτοχος.  
Στο πλαίσιο αυτό, κατά εθνική περίπτωση και διαβάθμιση πάντοτε, το Εθνος επωμίζεται ιδεοθεωρητικά και στρατηγικά βάρη που ξεπερνούν τα σχήματα «απόσπασης απ’ τον ιμπεριαλισμό», βάρη ανανοηματοδότησης της «εθνικής ανεξαρτησίας» ως σύνθετης αυτεπαγωγής κι ελευθερωτικής μετοχικής συνεισφοράς στις διεθνείς εξελίξεις, βάρη κατάλληλων οσμώσεων και ρήξεων στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό σύστημα (περιλαμβανομένων των ανεξαρτησιακών, κατά συγκεκριμένη συγκυρία κι έννοια, δηλ. εκτός γενικού τυφλοσούρτη στα χέρια κομπραδόρων της γεωοικονομίστικης ιδεοληψίας, αλλά κατά «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»), βάρη γεωπολιτικών αναγνώσεων απαλλαγμένων από δόγματα «συμμορφωτικής προσαρμογής» αλλά και παγανιστικού «εθνικού εξορκισμού» της αδήρητης υπερ-εθνοκρατικής παγκοσμιότητας.

Ο γενικότερος κοινωνικός αγώνας σήμερα αφορά τον στοιχηματικό χαρακτήρα της προϊούσας παγκοσμιοποίησης, αφορά τον εν πτήσει μετασχηματισμό της κεφαλαιοκρατικής-ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης σε μεταφιλελεύθερη οικουμενικότητα. Εδώ ακριβώς προσδιορίζεται ο  εθνικός-οικουμενικός ρόλος, πολύτιμος για τη χώρα μας και την οικουμένη, καθώς ιδεοθεωρητικές υπερβάσεις, παραδειγματικές κι εφικταναγκαίες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και κρίσιμη ελληνική συμμετοχή στη σύνθετη διεθνή μάχη δημοκρατίας και οικουμενικού μετασχηματισμού, αποτελούν ευρωπαϊκή και παγκόσμια μεταπολιτευτική ανάγκη και ταυτόχρονα εισιτήριο της χώρας στο μέλλον.
Στο παρελθόν αυτού του αγώνα, μεταξύ άλλων πολλών, ανήκουν οριστικά τόσο τα σχήματα του κυρ’ Μέντιου όσο κι ο δήθεν αντιιμπεριαλιστικός διηνεκής εθνοκρατισμός ή άλλως ο εθνοανεξαρτησιακός λουδισμός.  Παρ’ ότι και οι λουδιστές είχαν τα δίκια και τα πραγματολογικά επιχειρήματά τους, το θέμα είναι πάντοτε η υπέρβαση των πραγματολογικών παγανισμών σε διέξοδες θεωρήσεις-στοχεύσεις, τουτέστιν στα κατάλληλα «βλέπω-θέλω» εντός του οιωνεί υποκειμένου, και φυσικά στα χειραφετημένα «ακούω-διαλέγομαι», εγχωρίως και διεθνώς.  Αλλως, οι προοπτικές στη χώρα, την ευρώπη και τον κόσμο, θα διαμορφωθούν μεσ’ σε καπνούς και σε βρισιές πλην ουσιαστικά ανενόχλητα, με όρους Ρεπούση, «Εναλλακτικής για την Ευρώπη», Ερντογάν και Πενταγώνου.


 ΔΤ.   4-5-19

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.